- Θρασκίᾳ
- Θρασκίαι , Θρασκίαςthe wind from NNW.masc nom/voc plΘρασκίᾱͅ , Θρασκίαςthe wind from NNW.masc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θρασκίας — Θρασκίᾱς , Θρασκίας the wind from NNW. masc acc pl Θρασκίᾱς , Θρασκίας the wind from NNW. masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρασκίαν — Θρασκίᾱν , Θρασκίας the wind from NNW. masc acc sg (attic epic doric aeolic) Θρασκίας the wind from NNW. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασκικός — θρασκικός, ή, όν (Α) [θρασκίας] (για παράθυρα) αυτός που είναι στραμμένος προς τον θρασκία … Dictionary of Greek
Θρασκίαι — Θρασκίας the wind from NNW. masc nom/voc pl Θρασκίᾱͅ , Θρασκίας the wind from NNW. masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)